- στολίζω
- στολίζω, στόλισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
στολίζω — put in trim pres subj act 1st sg στολίζω put in trim pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίζω — ΝΜΑ [στόλος / στολή] 1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ. γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.) 2. (το μεσοπαθ.) στολίζομαι α) φορώ… … Dictionary of Greek
στολίζω — στόλισα, στολίστηκα, στολισμένος 1. διακοσμώ: Στόλισαν τη νύφη. – Τον στολίζουν πολλές αρετές. 2. περιυβρίζω, επιτιμώ κάποιον: Τον στόλισα για τα καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στολίζῃ — στολίζω put in trim pres subj mp 2nd sg στολίζω put in trim pres ind mp 2nd sg στολίζω put in trim pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστολισμένα — στολίζω put in trim perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστολισμένᾱ , στολίζω put in trim perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστολισμένᾱ , στολίζω put in trim perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστολίσθην — στολίζω put in trim plup ind mp 3rd dual στολίζω put in trim aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) στολίζω put in trim aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολιεῖ — στολίζω put in trim fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) στολίζω put in trim fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίζει — στολίζω put in trim pres ind mp 2nd sg στολίζω put in trim pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίζον — στολίζω put in trim pres part act masc voc sg στολίζω put in trim pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στολίζοντα — στολίζω put in trim pres part act neut nom/voc/acc pl στολίζω put in trim pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)